- ιδανικεύω
- βλ. εξιδανικεύω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδανικεύω — ανυψώνω κάτι σε ιδανική μορφή, αποδίδω σε κάτι ιδανική υπόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα από τον Π. Βράιλα Αρμένη] … Dictionary of Greek
εξιδανικεύω — αποδίδω σε κάτι ή κάποιον τα χαρακτηριστικά τού ιδεώδους, αφαιρώντας τα υλικά, συνήθη ή δυσμενή στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιδανικεύω (< ιδανικός) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek
ιδανίκευση — η η ανύψωση κάποιου πράγματος ή κάποιας ιδιότητας σε ιδανική μορφή, η εξιδανίκευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανικεύω. Η λ. στον λόγιο τ. ιδανίκευσις μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα από τον Π. Βράιλα Αρμένη] … Dictionary of Greek